πολυζήτητος

πολυζήτητος
-η, -ο / πολυζήτητος, -ον, ΝΜ
περιζήτητος («πολυζήτητος θέσις», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ζητῶ (πρβλ. περιζήτητος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυζήτητος — η, ο αυτός που ζητιέται πολύ, ο αγαπητός, ο περιζήτητος: Πολυζήτητος γαμπρός. – Πολυζήτητα μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυζητησία — ἡ, Μ [πολυζήτητος] 1. αναζήτηση με πολλή φροντίδα, με πολύ ζήλο 2. ποικίλη έρευνα («πέρας δέχοιο τῆς πολυζητησίας», Στουδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”